σώνω

σώνω
σώνω, έσωσα βλ. πίν. 3
——————
Σημειώσεις:
σώνω, σώνομαι : εκτός από την έννοια του σώζω, έχει και τις έννοιες εξαντλώ, τελειώνω κάτι ή προφταίνω, προλαβαίνω να κάνω κάτι.
Με αυτές τις σημασίες συνήθως απαντάται και η μτχ. σωμένος.
Το απρόσ. σώνει φτάνει, αρκεί.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σώνω — (I) Ν βλ. σώζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. λ. σώζω]. (II) Ν αρκώ, επαρκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισώνω (< ίσος) με σίγηση τού αρκτικού άτονου φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

  • σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • αποσώνω — κ. σώζω (AM ἀποσῴζω, Μ κ. σώνω) διατηρῶ, διαφυλάσσω μσν. νεοελλ. 1. μεταδίδω κάτι αμέσως, ανακοινώνω 2. συμπληρώνω 3. αποτελειώνω 4. οδηγώ 5. φτάνω, έρχομαι 6. καταλήγω, βρίσκω προστασία ή καταφύγιο 7. προφταίνω νεοελλ. 1. ξοδεύω, σπαταλώ 2.… …   Dictionary of Greek

  • θωριά — η 1. η εξωτερική εμφάνιση κάποιου, η όψη, το παρουσιαστικό, η θεωρία 2. η χροιά, το χρώμα («έχασε τη θωριά του» α. [για πρόσ.] ωχρίασε από φόβο, έχασε το χρώμα του β. [για πράγμα] ξεθώριασε) 3. βλέμμα («ελόγιασα να τή θωρώ, κι ώς τη θωριά να… …   Dictionary of Greek

  • καρδιοσωμός — ο συντριβή τής καρδιάς, στενοχώρια, μεγάλη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + σωμός (< σώνω «τελειώνω»), πρβλ. απο σωμός] …   Dictionary of Greek

  • κατασώνω — (Μ κατασώνω) πλησιάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σώνω] …   Dictionary of Greek

  • κοντοσώνω — (Μ) κοντοφτάνω, κοντεύω, πλησιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) + σώνω «τελειώνω»] …   Dictionary of Greek

  • σωμός — ο, Ν [σώνω (Ι) / σώζω] το να σώνεται, να τελειώνει κάτι, τελειωμός …   Dictionary of Greek

  • σώσμα — (I) τὸ, Μ [σῴζω] 1. ανάρρωση, απαλλαγή από ασθένεια 2. σωτηρία από αμαρτία. (II) το, Ν [σώνω (Ι)] απομεινάρι, η τελευταία ποσότητα τού κρασιού από το βαρέλι …   Dictionary of Greek

  • τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”